Έρευνα για τα Στερεότυπα: Σημαντικές Διαπιστώσεις για τις Διακρίσεις στην Ελληνική Κοινωνία
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε για τα στερεότυπα στην ελληνική κοινωνία, το 85% των συμμετεχόντων έχει δηλώσει ότι έχει βιώσει διακρίσεις, κυρίως λόγω του φύλου, της ηλικίας και της οικογενειακής ή κοινωνικής του κατάστασης. Αντίστοιχα, σχεδόν το 50% των συμμετεχόντων παραδέχεται ότι έχει προχωρήσει σε διακρίσεις ασυνείδητα.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε υπό τον συντονισμό του Κέντρου Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας (ΚΜΟΠ), εκτελέστηκε από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 2025. Η διαδικασία αυτή περιλάμβανε τη χρήση ανώνυμου ερωτηματολογίου που ολοκλήρωσε ένα δείγμα 1.928 ενήλικων ατόμων, με στόχο τη βαθύτερη κατανόηση των αντιλήψεων σχετικά με τις διακρίσεις.
Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι εννέα στους δέκα συμμετέχοντες πιστεύουν πως τα στερεότυπα είναι ευρέως διαδεδομένα στην ελληνική κοινωνία. Επιπλέον, περισσότεροι από εννέα στους δέκα αναγνωρίζουν ότι αυτά τα στερεότυπα επηρεάζουν τη συμπεριφορά απέναντι σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.
Οι πιο συχνές μορφές διακρίσεων αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την έκφραση φύλου, την κοινωνική κατάσταση, το φύλο, την ταυτότητα φύλου, τη φυλή, καθώς και την εθνική ή εθνοτική καταγωγή. Ανάμεσα στα πιο συχνά διαπιστωμένα περιβάλλοντα διακρίσεων περιλαμβάνονται η αναζήτηση εργασίας, ο εργασιακός χώρος, το διαδίκτυο, η αναζήτηση κατοικίας και τα αστυνομικά τμήματα.
Σημαντική είναι η παρατήρηση ότι οι νεότερες ηλικίες τείνουν να θεωρούν τις διακρίσεις σε ορισμένους χώρους πιο διαδεδομένες σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικιακά ομάδες. Η ερευνήτρια του ΚΜΟΠ, Μαρία-Έλλη Δουφεξή-Καπλάνη, επισημαίνει τη σύνδεση της ηλικίας με τις πεποιθήσεις των ατόμων για τη διάδοση των διακρίσεων, καθώς οι νέοι ενδέχεται να αναγνωρίζουν περισσότερες περιπτώσεις διακρίσεων σε χώρους όπως τα εστιατόρια και το διαδίκτυο, όπου περνούν περισσότερο χρόνο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 48% των συμμετεχόντων παραδέχεται ότι έχει διαπράξει διακρίσεις ασυνείδητα, ενώ το 8% τις έχει διαπράξει σκόπιμα. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι μόλις το 15% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν έχει βιώσει ποτέ διάκριση. Οι πιο συχνά αναφερόμενες διακρίσεις σχετίζονται με το φύλο (33%), την ηλικία (25%) και την οικογενειακή ή κοινωνική κατάσταση (20%), με τον εργασιακό χώρο να είναι το πιο συνηθισμένο περιβάλλον όπου σημειώνονται αυτά τα περιστατικά.
Ανεπαρκής Αναφορά Περιστατικών
Ανάμεσα στα άτομα που υπέστησαν διακρίσεις, μόνο το 20% ανέφερε το περιστατικό. Οι περισσότεροι προτίμησαν να μοιραστούν την εμπειρία τους ανεπίσημα, με φίλους ή συγγενείς, χωρίς να απευθυνθούν σε θεσμικά όργανα ή μη κυβερνητικές οργανώσεις. Για εκείνους που κατέφυγαν σε επίσημες οδούς αναφοράς, οι πιο συχνές επιλογές ήταν η αναφορά στο φορέα εργασίας (20%) και στην αστυνομία (11%).
Εκείνοι που δεν ανέφεραν τα περιστατικά επικαλούνται διάφορους λόγους, όπως ο φόβος, η έλλειψη εμπιστοσύνης και η απουσία υποστήριξης. Επιπλέον, τα κοινωνικά ή επαγγελματικά κριτήρια του δράστη, η κοινωνική κανονικότητα της βίας και ο στιγματισμός είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες που αποτρέπουν την καταγγελία των διακρίσεων.
Σημαντικά αποτελέσματα της έρευνας αποκαλύπτουν ότι σχεδόν το 50% των συμμετεχόντων θεωρεί ότι οι θεσμικές προσπάθειες κατά των διακρίσεων είναι πολύ ή σχετικά αποτελεσματικές, αν και οι νεότερες ηλικιακές ομάδες φαίνεται να είναι πιο σκεπτικιστές σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτών των προσπαθειών.
Η έρευνα διεξήχθη στο πλαίσιο ευρωπαϊκού έργου που αφορά την αντιμετώπιση της διάχυσης των διακρίσεων μέσω της σύμπραξης δημόσιων αρχών και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Ο στόχος είναι να ενισχυθούν οι πολιτικές και οι δράσεις κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας.
Κλείνοντας, οι συμμετέχοντες της έρευνας προτείνουν μια σειρά από μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων, όπως η εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών, η υποστήριξη ευάλωτων ομάδων, καθώς και η βελτίωση του νομικού πλαισίου και του ελέγχου. Σημαντική είναι η εκπροσώπηση σε πολιτικούς και κοινωνικούς τομείς, που μπορεί να συμβάλλει στην προσέγγιση των προβλημάτων αυτών και στην ενδυνάμωση των πολιτών.»