Η Σύγχρονη Οικονομική Σκηνή και η Πολιτική Αντίκτυπη
Αναμφίβολα, το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης και των πολιτικών προστατευτισμού που προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί κεντρικό θέμα που μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες για τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, παρατηρείται ότι αυτό το κρίσιμο θέμα παραμένει ελάχιστα συζητημένο στα κόμματα και στον δημόσιο διάλογο.
Μετά το τέλος του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν ως μεγάλη οικονομική δύναμη και ηγέτιδα του Δυτικού κόσμου, καθώς οι ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες είχαν υποστεί σοβαρές επιπτώσεις από τους πολέμους. Η δεκαετία του 1990, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, στιγμάτισε την έντονη κυριαρχία των ΗΠΑ, με τους Δημοκρατικούς και την προεδρία Κλίντον να προωθούν ενεργά την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας μέσω των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών, που προσέφεραν την ελπίδα για ανάπτυξη αλλά και για δημιουργία επικίνδυνων οικονομικών φουσκών.
Καθώς ο πλανήτης βρέθηκε αντιμέτωπος με δραματικά και καταστροφικά γεγονότα από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η περίοδος αυτή εντούτοις ήταν, ταυτόχρονα, η εποχή της μεγαλύτερης ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και της ευημερίας των περισσότερων κρατών και κοινωνιών. Οι ΗΠΑ, είτε μέσω διεθνών συνεργασιών είτε απομονωτισμού, διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση της διεθνούς τους κυριαρχίας.
Αξιοσημείωτες είναι τρεις ιστορικές περιόδους όπου οι ΗΠΑ επέλεξαν να αναδιπλωθούν και να προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγή και απασχόληση μέσω επιβολής υψηλών δασμών. Όπως αναφέρεται, το 1930, επί προεδρίας Χούβερ, προκάλεσε μεγάλη ύφεση που επηρέασε και την Ευρώπη. Στη συνέχεια, το 1970 με τον Νίξον, και το 2002 με τον Μπους, βλέπουμε μια παρόμοια πορεία κατά την οποία κυριαρχούν πάντα Ρεπουμπλικάνοι πρόεδροι.
Με την είσοδο στο 21ο αιώνα, τα δεδομένα άλλαξαν ριζικά. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αρχίζει να επιδρά αντίστροφα, ευνοώντας αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα, παράλληλα με την αποδυνάμωση των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 ήταν το αποκορύφωμα των αλλαγών αυτών, οδηγώντας σε οικονομικές αναταράξεις που περιορίστηκαν στη βάση των θεμελιωδών οικονομικών αξιών.
Φαινόμενα όπως το Brexit, η εκλογή Τράμπ και οι αποδυναμωτικές τάσεις της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη αποκαλύπτουν τη σύνδεση των οικονομικών, πολιτικών και αξιακών εξελίξεων που ανατρέπει παραδοσιακούς πολιτικούς συσχετισμούς. Ο κύκλος της αναδίπλωσης στην ανεπτυγμένη Δύση συνεχίζεται και οι εκλογές σε ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και η επανεκλογή του Τράμπ, αποτυπώνουν αυτή την κατάσταση.
Η σύγκρουση που παρακολουθούμε δεν είναι απλώς προσωπική ή πολιτική, αλλά έχει βαθύτερες οικονομικές και γεωπολιτικές ρίζες. Ο Τράμπ, ανακοινώνοντας τους δασμούς, προσπάθησε να ενεργοποιήσει ένα άνοιγμα που συνδυάζει ιστορικά στοιχεία και σύγχρονα πολιτικά συμφέροντα, με προφανείς αναφορές στην ιστορία των ΗΠΑ.
Ωστόσο, το κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ είναι ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους έχει μειωθεί σε πολλά βιομηχανικά προϊόντα. Η παραγωγή έχει μεταφερθεί κυρίως στην Ανατολική Ασία, επηρεάζοντας αρνητικά την αμερικανική αγορά εργασίας, παρά την αύξηση στα πλεονάσματα υπηρεσιών.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν προκαλέσει σοβαρές οικονομικές ανησυχίες στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την εξάπλωση του λαϊκισμού και την ενίσχυση των Ρεπουμπλικάνων. Οι αυθαίρετοι δασμοί του Τράμπ επιφέρουν αντίστοιχα μέτρα από άλλες χώρες, μειώνοντας το παγκόσμιο εμπόριο και εισάγοντας επισφαλείς προοπτικές για ανάπτυξη.
Η παγκόσμια οικονομία λειτουργούσε μέχρι τώρα πάνω σε κοινά αποδεκτούς κανόνες. Ο επιθετικός δασμολογικός προστατευτισμός και η αποδόμηση διεθνών συμφωνιών επιφέρουν μόνο ζημίες και μπορεί να προκαλέσουν επικίνδυνες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Η αντίδραση της Κίνας ήταν άμεση και η ανησυχία της Ευρώπης είναι το πώς θα αποκτήσει αναγκαία δυναμική για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που προκύπτουν από αυτή την κατάσταση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την επιλογή να αναζητήσει νέες αγορές, όπως στη Λατινική Αμερική, αλλά η εγχώρια αντίσταση μπορεί να είναι σφοδρή λόγω των επιπτώσεων που ήδη έχουν γίνει φανερές.
Η Ελλάδα, ειδικότερα, αντιμετωπίζει ακόμη πιο δύσκολες συνθήκες, καθώς η εθνική στρατηγική της βασίστηκε σε αρχές του Διεθνούς Δικαίου και σε ευρωπαϊκά θεσμικά πλαίσια. Η κατάσταση αυτή έρχεται ως προειδοποίηση για την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που οφείλουν να τροφοδοτήσουν το διάλογο γύρω από μια εθνική στρατηγική.
The government’s estimate for GDP growth in 2025 is set at 2.5%, but economic realities suggest a far lower forecast.
Ανησυχητικό είναι ότι με μισές αλήθειες και ανεύθυνες προσεγγίσεις δεν μπορεί κανείς να αναμένει επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική και την οικονομία.