Η Ανάπλαση της ΔΕΘ: Εξελίξεις και Μαθήματα για τη Θεσσαλονίκη
Οι πρόσφατες εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της ανάπλασης της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) παρέχουν πολύτιμες διδαχές και συμπεράσματα. Το κύριο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι η διαδικασία ωρίμανσης ενός έργου με πολλές σύνθετες παραμέτρους. Δεν πρόκειται για ένα τυπικό κατασκευαστικό πρότζεκτ, αλλά για ένα έργο που αφορά έναν οργανισμό και έναν χώρο που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης ιστορίας της πόλης. Η ανάπλαση αυτή έχει σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική κατάσταση της Θεσσαλονίκης, ενώ συνδυάζεται με κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές. Ωστόσο, η πολυπλοκότητα αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την καθυστέρηση που διαρκεί περίπου δεκατρία χρόνια, με αποτέλεσμα να μην έχει γίνει ακόμη η ολοκλήρωση του έργου.
Υπάρχουν ελαφρυντικά που αξίζει να σημειωθούν. Καθώς η χώρα βρέθηκε σε περίοδο μνημονίων για περίπου επτά χρόνια, οι πολιτικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια αυτών των δεκατριών ετών περιλάμβαναν την αλλαγή τριών ή τεσσάρων κυβερνήσεων. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι συνθήκες δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την καθυστέρηση. Όλες οι πολιτικές ηγεσίες συμφώνησαν στα προτεινόμενα σχέδια ανάπλασης, και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ήδη στην εξουσία για έξι χρόνια.
Η ευθύνη για τις καθυστερήσεις δεν βαρύνει μόνο τη διοίκηση της ΔΕΘ-HELEXPO. Η διάρκεια αυτή αντικατοπτρίζει και τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού δημοσίου, όπως οι καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων και η αναποτελεσματικότητα της τοπικής ηγεσίας στη Θεσσαλονίκη. Στην πορεία των δεκατριών αυτών χρόνων, έγιναν αρκετά σοβαρά λάθη. Δεν αναζητήθηκε μια ριζική λύση για το που θα μπορούσε να γίνει ένα νέο εκθεσιακό και συνεδριακό κέντρο, χωρίς να εξεταστούν οι πιθανές θέσεις, όπως αν θα έπρεπε να παραμείνει στο κέντρο ή να μεταφερθεί εκτός της πόλης.
Αντιθέτως, υπήρχε εξαρχής η υποδειγματική κατεύθυνση για αναβάθμιση της υπάρχουσας τοποθεσίας. Οι συγκριτικές κοστολογήσεις που έγιναν με την περιοχή της Σίνδου ήταν επιφανειακές και χρησίμευσαν για να ενισχύσουν την άποψη ότι η παραμονή της Έκθεσης στο κέντρο της πόλης είναι οικονομικά συμφέρουσα. Το αρχικό κόστος ανάπλασης εκτιμήθηκε γύρω στα 124 εκατομμύρια ευρώ, ενώ τελικά εκτιμάται ότι θα χρειαστούν από 300 έως 370 εκατομμύρια.
Η τριπλάσια αύξηση του προϋπολογισμού δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την αύξηση των τιμών των υλικών ή από τις βιοκλιματικές απαιτήσεις. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην αρχική υποεκτίμηση του έργου. Ένα δεύτερο σημαντικό λάθος ήταν η απουσία ευρύτερης δημόσιας διαβούλευσης. Η διαβούλευση διεξήχθη κυρίως σε επίπεδο εκπροσώπων φορέων και δεν άγγιξε πραγματικά την κοινωνία. Όταν οι πολίτες αντιλήφθηκαν το σχέδιο ανάπλασης, ξεκίνησε μια έντονη δημόσια συζήτηση που αποκάλυψε τις αδυναμίες και τις προχειρότητες του σχεδίου.
Πολύ σύντομα έγινε αντιληπτό ότι μαζί με το εκθεσιακό και συνεδριακό κέντρο επιχειρείται η υλοποίηση ενός αχρείαστου έργου real estate, χωρίς να εξετάζεται το γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τα 300 εκατομμύρια που απαιτούνται. Η κοινή πεποίθηση ήταν ότι το δημόσιο μπορούσε να διαθέσει περίπου 180 εκατομμύρια για το εκθεσιακό κέντρο και για το πάρκο.
Στη συνέχεια, πολλά πολιτικά κόμματα και φορείς ανακοίνωσαν την αποδοκιμασία τους για το real estate και για τη μέθοδο ΣΔΙΤ. Όσοι είχαν υποστηρίξει το σχέδιο στο παρελθόν, έκαναν πίσω, καθώς οι συνθήκες έχουν αλλάξει και η κλιματική κρίση παίρνει όλο και μεγαλύτερη σημασία. Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται πλέον έναν πρασίνισμα στον κέντρο της πόλης με το υπολειπόμενο κτηριακό αποτύπωμα.
Αυτή η απαίτηση αποτελεί κοινή πεποίθηση που υποχρεώνει τόσο τους φορείς όσο και την κυβέρνηση να επανεξετάσουν τις θέσεις τους. Σημαντικά διδάγματα προκύπτουν από την περιπέτεια της ΔΕΘ για τους ηγέτες της Θεσσαλονίκης, καθώς η πόλη μπορεί να επιτύχει τους στόχους της ασκώντας σοβαρή και τεκμηριωμένη διεκδίκηση με ευρύτερη συναίνεση.