Η Ανάλυση της Κατάστασης των Μη Κρατικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα
Πριν από έναν χρόνο, σε άρθρο μας στην ηλεκτρονική έκδοση του Βήματος, επισημάναμε τις δικαιοπολιτικές αστοχίες της κυβερνητικής πρωτοβουλίας που αφορούσε την καταστρατήγηση του άρθρου 16 του συντάγματος. Σκοπός μας ήταν να αποδείξουμε, πέρα από την αντισυνταγματικότητα της πρωτοβουλίας, την αλυσιτέλειά της για την ελληνική κοινωνία και ειδικά για τη νέα γενιά. Ένα χρόνο αργότερα, τι έχει αλλάξει;
Μέχρι τις 31 Μαρτίου, που έληξε η σχετική προθεσμία, μόλις 13 πανεπιστημιακά ιδρύματα υπέβαλαν αίτηση για λειτουργία παραρτημάτων στην Ελλάδα. Από αυτά, τα δώδεκα δήλωσαν ότι θα λάβουν χώρα από την ακαδημαϊκή περίοδο 2025-2026, ενώ το δέκατο τρίτο θα ξεκινήσει την επόμενη χρονιά. Αντιθέτως με τις θετικές υποσχέσεις που εξέδωσαν κατά καιρούς κυβερνητικοί αξιωματούχοι, κανένα από τα σημαντικά διεθνή ιδρύματα, όπως το Χάρβαρντ, το Γέιλ και το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, δεν υπέβαλε αίτηση. Πέρα από το Κυπριακό Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας, τα υπόλοιπα ιδρύματα είναι στην πραγματικότητα «αναβαθμίσεις» ήδη υπαρχουσών συνεργασιών.
Συγκεκριμένα, τα «κολλέγια» προβάλλονται στα πλαίσια αυτές οι συνεργασίες ως νέα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων. Όμως, η πλειοψηφία αυτών βρίσκεται, σύμφωνα με τους παγκόσμιους δείκτες κατάταξης, σε θέσεις κάτω από την 800η και ελάχιστα από αυτά μπορούν να συγκριθούν με τα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας μας. Είναι προφανές ότι κανένας στην κυβέρνηση δεν μπορεί να αισθάνεται «δικαιωμένος» ή «επιβεβαιωμένος» από αυτή την εξέλιξη. Ακόμη και στην αντιπολίτευση, το θέμα αυτό φαίνεται να αντιμετωπίζεται με αδιαφορία ή αντιφάσεις, όπως φάνηκε και κατά την ψήφο του Ν. 5094/2024 στη Βουλή.
Αναρωτιόμαστε, ποιος είναι ο λόγος της έλλειψης σοβαρού ενδιαφέροντος από τα διεθνή πανεπιστήμια; Ο βασικότερος παράγοντας είναι το μέγεθος της ελληνικής αγοράς. Κάθε χρόνο, αποφοίοι λυκείου ανέρχονται περίπου σε 67.000, ενώ οι θέσεις στα δημόσια πανεπιστήμια είναι 82.000. Επομένως, δεν υφίσταται «αγορά» πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, παρά μόνο στους τομείς που διατηρούν υψηλή ζήτηση, όπως η Ιατρική, η Νομική και το Πολυτεχνείο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα επιβάλλει στην πολιτεία να αναλογιστεί την «ανωτατοποίηση» των κολλεγίων. Παρόλο που υπάρχει κοινωνική ζήτηση για τις εν λόγω σχολές, η αγορά εργασίας δεν έχει την ικανότητα να απορροφήσει τις αυξανόμενες ποσότητες πτυχιούχων.
Σύμφωνα με το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, οι μηχανικοί που παράγονται είναι επταπλάσιοι από όσους χρειάζονται, ο τομέας των νομικών επαγγελμάτων βιώνει υπερπληθωρισμό, και στην Ιατρική οι πτυχιούχοι υπερβαίνουν κατά πολύ τις διαθέσιμες θέσεις ειδικότητας. Έτσι, παράγουμε ανέργους με πτυχίο, προσθέτοντας ακόμη μία παράμετρο στο ήδη μέγα πρόβλημα του ημεδαπού πνευματικού προλεταριάτου.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 06.04.2025